- ἐπικαλύπτει
- ἐπικαλύπτωcover overpres ind mp 2nd sgἐπικαλύπτωcover overpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεροφωτογραμμετρία — Η τοπογραφικήφωτογραμμετρία ασχολείται με την κατάρτιση του τοπογραφικού διαγράμματος μιας περιοχής με ορισμένη κλίμακα και χρησιμοποιεί γι’ αυτόν τον σκοπό φωτογραφίες που έχουν ληφθεί από ένα συγκεκριμένο σημείο. Αν το σημείο αυτό βρίσκεται… … Dictionary of Greek
διυβριδισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο διασταυρώνονται δύο γονείς που διαφέρουν κατά δύο ζεύγη κληρονομικών χαρακτήρων. Ο δ. ακολουθεί τον δεύτερο νόμο του Μέντελ, δηλαδή τον νόμο του ανεξάρτητου διαχωρισμού των κληρονομικών χαρακτήρων. Σύμφωνα με αυτόν, κατά… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
κασσιτερωτής — ο ο τεχνίτης που επικαλύπτει μαγειρικά σκεύη ή άλλα μεταλλικά αντικείμενα με κασσίτερο, γανωτής, γανωματής, γανωντζής, καλαϊτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσιτερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
λακκόλιθος — Στη γεωλογία, έτσι ονομάζεται σώμα διείσδυσης, που προέρχεται από την άνοδο ενός μάγματος, το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα σε ένα σύστημα στρωμάτων πετρογραφικών σχηματισμών, προκαλώντας τον ισχυρό διαχωρισμό τους και πολλές φορές μια… … Dictionary of Greek
μπινί — το μικρή λωρίδα σανίδας, ξύλινη πήχη που προσαρμόζεται στην άκρη τού ενός παραθυροφύλλου και χρησιμεύει για να επικαλύπτει την αρμογή τών δύο φύλλων κατά το κλείσιμό τους … Dictionary of Greek
νευρικός — ή, ό, θηλ. και ιά (ΑΜ νευρικός, ή, όν) [νεύρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα νεύρα ή αυτός που προκαλείται από τα νεύρα (α. «νευρικό σύστημα» β. «νευρικός κλονισμός») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νευρικά οι παθήσεις τών νεύρων νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… … Dictionary of Greek
πτύχωση — (Γεωλ.). Στη γεωλογία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο τα στρώματα των πετρωμάτων, υποκείμενα σε σύνθετες δυνάμεις, οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια των μεγάλων ορογενετικών κινήσεων του γήινου φλοιού, ανυψώνονται και πτυχώνονται,… … Dictionary of Greek
αφλεκτοποίηση — Επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η ξυλεία κατασκευών ή άλλο υλικό εργασίας που καίγεται εύκολα, όπως τα πριονίδια, το ψαθί, οι ρητίνες κλπ., για να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο ανθεκτικό στη φωτιά. Οι τρόποι που χρησιμοποιούνται είναι: 1.… … Dictionary of Greek